βαρυτόνων

βαρυτόνων
βαρύτονος
deep-sounding
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιβύκειο — το (Α ἰβύκειον) νεοελλ. φρ. «ιβύκειο μέτρο» το μέτρο κατά το οποίο δύο δακτυλικές τετραποδίες συνάπτονται και αποτελούν μία δακτυλική οκταποδία, οπότε ο στίχος αποτελείται από οκτώ πόδες με σχήμα δακτύλου, ενώ ο τελευταίος είναι καταληκτικός στη… …   Dictionary of Greek

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”